expedition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
expedition expeditions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

expedition (en)

  • η αποστολή, ένα οργανωμένο ταξίδι με συγκεκριμένο σκοπό, ειδικά για να μάθω για ένα μέρος που δεν είναι πολύ γνωστό
    a climbing/exploratory expedition - ορειβατική/εξερευνητική αποστολή
    an expedition to the Arctic/to the Himalayas - αποστολή στην Αρκτική/στα Ιμαλάια

Πηγές[επεξεργασία]