expedition
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expedition | expeditions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expedition (en)
- η αποστολή, ένα οργανωμένο ταξίδι με συγκεκριμένο σκοπό, ειδικά για να μάθω για ένα μέρος που δεν είναι πολύ γνωστό
a climbing/exploratory expedition - ορειβατική/εξερευνητική αποστολή
an expedition to the Arctic/to the Himalayas - αποστολή στην Αρκτική/στα Ιμαλάια
Πηγές
[επεξεργασία]- expedition - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή