explosible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
explosible | explosibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
explosible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
explosible | explosibles |
explosible (fr) αρσενικό ή θηλυκό