exténuation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exténuation | exténuations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exténuation (fr) θηλυκό
- η εξουθένωση, η εξάντληση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη exténuer