extrémiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extrémiste | extrémistes |
extrémiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extrémiste | extrémistes |
extrémiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o εξτρεμιστής - η εξτρεμίστρια