Μετάβαση στο περιεχόμενο

extrapolate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας extrapolate
γ΄ ενικό ενεστώτα extrapolates
αόριστος extrapolated
παθητική μετοχή extrapolated
ενεργητική μετοχή extrapolating

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪksˈtræpəleɪt/

extrapolate (en)

Μερώνυμα

[επεξεργασία]