fétiche
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fétiche < πορτογαλική feitiço < λατινική facticius
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fétiche (fr) αρσενικό
- το φετίχ
fétiche (fr) αρσενικό