fabriqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fabriqué < fabriquer
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fabriqué | fabriqués |
θηλυκό | fabriquée | fabriquées |
fabriqué (fr)