facilities

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: faculties

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facilities (en) πληθυντικός

  1. εγκαταστάσεις
  2. (ευφημισμός) ο «χώρος», η τουαλέτα, το αποχωρητήριο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

facilities (en) πληθυντικός