familiarize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας familiarize
γ΄ ενικό ενεστώτα familiarizes
αόριστος familiarized
παθητική μετοχή familiarized
ενεργητική μετοχή familiarizing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

familiarize < familiar + -ize

Ρήμα[επεξεργασία]

familiarize (en)

  • εξοικειώνω
    That will familiarize them with computers.
    Αυτό θα τους εξοικειώσει με τους υπολογιστές.
    I am familiarizing myself with my new duties.
    Εξοικειώνομαι με τα νέα μου καθήκοντα.

Πηγές[επεξεργασία]