fang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fang (en)
- ο κυνόδοντας
- το μυτερό δόντι των φιδιών από το οποίο βγαίνει το δηλητήριο
Ρήμα[επεξεργασία]
fang (en)
- επιτίθεμαι δαγκώνοντας με τον κυνόδοντα