fang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fang (en)

  1. ο κυνόδοντας
  2. το μυτερό δόντι των φιδιών από το οποίο βγαίνει το δηλητήριο

fang (en)