farming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η γεωργία, η επιχείρηση ενός αγροκτήματος
- ↪ Farming isn’t profitable anymore.
- Η γεωργία δεν αποφέρει πια.
- ↪ Farming isn’t profitable anymore.