fascio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fascio < λατινική fascis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhasko
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fascio (it) αρσενικό (πληθυντικός: fasci)