fatherhood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fatherhood < father + -hood

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fatherhood (en) (μη μετρήσιμο)

  • η πατρότητα, η ιδιότητα του πατέρα
    ⮡  The birth of his child gave him the joy of fatherhood.
    Η γέννηση του παιδιού του του έδωσε τη χαρά της πατρότητας.