πατρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατρότητα < ελληνιστική κοινή πατρότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πατέρα ως φυσικού γονέα
- (μεταφορικά) το να έχει δημιουργήσει, επινοήσει ή εφεύρει κάποιος κάτι καινούριο και πρωτότυπο