faute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
faute fautes


Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

faute (fr) θηλυκό

  1. το λάθος, το σφάλμα
  2. η αμαρτία
  3. το παράπτωμα