Μετάβαση στο περιεχόμενο

favoritism

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
favoritism favoritisms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
favoritism < favorit(e) + -ism

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

favoritism (en) (ΗΠΑ) και favouritism (ΗΒ)