fellow traveller
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fellow traveller (en)
- (κυριολεκτικά) συνταξιδιώτης
- (ΗΠΑ) φιλικά προσκείμενος πολιτικής οργάνωσης ή ιδεολογίας (χρήση συνήθως αναφορικά με τον κομμουνισμό)· συνοδοιπόρος