συνοδοιπόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδοιπόρος < αρχαία ελληνική συνοδοιπόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδοιπόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή
- (πολιτική) (παρωχημένο) που διάκειται φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς να είναι μέλος του
[επεξεργασία]
- συνοδοιπορία
- συνοδοιπορώ
- → δείτε τις λέξεις συν, οδός και πόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοδοιπόρος
|
|