Μετάβαση στο περιεχόμενο

femelle

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
femelle femelles

femelle (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]