fertilisable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fertilisable < fertiliser
Επίθετο
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| fertilisable | fertilisables |
fertilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| fertilisable | fertilisables |
fertilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό