fertilisable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fertilisable < fertiliser
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fertilisable | fertilisables |
fertilisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό