fertile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fertile (en)
- a fertile land
- a woman is fertile for a few days a month
- a fertile mind
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fertile < λατινική fertilitas
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fertile | fertiles |
fertile (fr)