Μετάβαση στο περιεχόμενο

fertilizer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fertilizer fertilizers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fertilizer < fertilize + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fertilizer (en)