fetva
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fetva < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فتوی (fetva) < αραβική فَتْوَى (fatwā)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fetva (tr)
- (ιστορία, νομικός όρος) o φετφάς / φετβάς
Πηγές
[επεξεργασία]- fetva - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν