Μετάβαση στο περιεχόμενο

fiancée

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiancée (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fiancée fiancées

fiancée (fr) θηλυκό