fila
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fila | filas |
fila (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fila | filas |
fila (pt) θηλυκό