filiation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
filiation filiations

filiation (fr) θηλυκό

  1. το γένος
  2. η αλληλουχία