fio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fio (eo)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fio < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bheu-
Ρήμα[επεξεργασία]
fio (ενεργητική φωνή: facio)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (ημιαποθετικό) (fio-factus sum-fieri)
|