fixe-chaussette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fixe-chaussette < fixer + chaussette
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fixe-chaussette | fixe-chaussettes |
fixe-chaussette (fr) αρσενικό
- άλλη ονομασία του support-chaussette