Μετάβαση στο περιεχόμενο

flank

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
flank flanks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flank (en)

  • η πτέρυγα, η αριστερή ή η δεξιά πλευρά ενός στρατού κατά τη διάρκεια μιας μάχης
      an attack on the left flank of the enemy - επίθεση στην αριστερή πτέρυγα του εχθρού