flannel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flannel (en)

  1. (μη μετρήσιμο) φανέλα, το ύφασμα
  2. (ΗΒ, Νέα Ζηλανδία) πετσέτα για το πρόσωπο ή το σώμα