florbrasiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- florbrasiko < florbrasik + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | florbrasiko |
αιτιατική | florbrasikon |
florbrasiko (eo)
- το κουνουπίδι