Μετάβαση στο περιεχόμενο

fluorescence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fluorescence (en)


      ενικός         πληθυντικός  
fluorescence fluorescences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fluorescence (fr) θηλυκό