foie gras
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
foie gras | foies gras |
foie gras (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το φουά γκρα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/96/Moulard_Duck_Foie_Gras_with_Pickled_Pear.jpg/200px-Moulard_Duck_Foie_Gras_with_Pickled_Pear.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foie gras (it)