folgen
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[
επεξεργασία
]
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
folgen
(de)
+ δοτική
ακολουθώ
έπομαι
υπακούω
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
Folge
folgend
folgendermaßen
folgenlos
folgenreich
folgenschwer
folgerichtig
folgern
Folgerung
Folgeschaden
folgewidrig
folglich
folgsam
Folgsamkeit
Κατηγορίες
:
Γερμανική γλώσσα
Ρήματα (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Català
ᏣᎳᎩ
Deutsch
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Malagasy
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Русский
Svenska
中文