fome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fome | fomes |
fome (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fome | fomes |
fome (pt) θηλυκό