fonderie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fonderie | fonderies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fonderie (fr) θηλυκό
- το χυτήριο
ενικός | πληθυντικός |
fonderie | fonderies |
fonderie (fr) θηλυκό