Μετάβαση στο περιεχόμενο

for sure

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
for sure <  δείτε τις λέξεις for και sure

Έκφραση

[επεξεργασία]

for sure (en) (ιδιωματισμός)

  • σίγουρα, βέβαια, φυσικά, πια, το δίχως άλλο, χωρίς αμφιβολία
      We will for sure change some things.
    Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
      Tomorrow we are for sure leaving.
    Αύριο πια φεύγουμε.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη definitely