fossetta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fossetta | fossette |
fossetta (it) θηλυκό
- το λακκάκι (στο μάγουλο)
ενικός | πληθυντικός |
fossetta | fossette |
fossetta (it) θηλυκό