foudre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foudre (fr) θηλυκό
- ο κεραυνός, το αστροπελέκι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- coup de foudre : κεραυνοβόλος έρωτας