foudroyant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- foudroyant < foudroyer
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fud.ʁwa.jɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foudroyant | foudroyants |
θηλυκό | foudroyante | foudroyantes |
foudroyant (fr)