fournisseuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fournisseuse | fournisseuses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fournisseuse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fournisseuse | fournisseuses |
fournisseuse (fr) θηλυκό