fourrure
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fourrure | fourrures |
fourrure (fr) θηλυκό
- η γούνα
ενικός | πληθυντικός |
fourrure | fourrures |
fourrure (fr) θηλυκό