Μετάβαση στο περιεχόμενο

fourrure

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fourrure fourrures

fourrure (fr) θηλυκό