fragging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fragging < ενεργητική μετοχή ενεστώτα του frag <περικοπή του fragmentation grenade, το είδος χειροβομβίδας με την οποία διαπράτονταν η δολοφονία του αξιωματικού στον πόλεμο του Βιετνάμ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- (στρατιωτική αργκό του στρατού των ΗΠΑ) προσχεδιασμένη δολοφονία ανώτερου αξιωματικού σε μία μονάδα από κατώτερό του