fuckable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fuckable (en)
- γαμήσιμος, γαμήσιμη, γαμήσιμο
→ δείτε τη λέξη φάκαμπλ
fuckable (en)
→ δείτε τη λέξη φάκαμπλ