fukara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fukara < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فقرا‎ < αραβική فُقَرَاء‎ (fuqarāʾ), πληθυντικός του فَقِير‎ (faḳīr, φτωχός, φακίρης)

Επίθετο

[επεξεργασία]

fukara (tr)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]