fukara
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fukara < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فقرا < αραβική فُقَرَاء (fuqarāʾ), πληθυντικός του فَقِير (faḳīr, φτωχός, φακίρης)
Επίθετο
[επεξεργασία]fukara (tr)
Πηγές
[επεξεργασία]- fukara - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν