Μετάβαση στο περιεχόμενο

fulfil

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας fulfil
γ΄ ενικό ενεστώτα fulfils
αόριστος fulfilled
παθητική μετοχή fulfilled
ενεργητική μετοχή fulfilling

fulfil (en)