fumigate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fumigate < λατινική fumigatus < fumigare < fumus

Ρήμα[επεξεργασία]

fumigate (en)

  • (μεταβατικό) απολυμαίνω με καπνό
  • καπνίζω, περιβάλλω κάτι με καπνό

Συνώνυμα[επεξεργασία]