furthest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
furthest (en) (χωρίς παραθετικά)
- (υπερθετικός βαθμός του far) πολύ, στη μεγαλύτερη απόσταση στο χώρο ή στο χρόνο, χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τον υπερθετικό των τοπικών επιρρημάτων
- ↪ (the) furthest down/furthest forward/furthest outside - πολύ κάτω/πολύ μπροστά/πολύ έξω
- ↪ furthest behind/furthest up - πολύ πίσω/πολύ πάνω