Μετάβαση στο περιεχόμενο

fusil

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fusil fusils

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fusil (fr) αρσενικό