généraliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
généraliste | généralistes |
généraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
généraliste | généralistes |
généraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό