généraliste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
généraliste généralistes

généraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό


Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Αντώνυμα

[επεξεργασία]